- ράιχ
- το άκλ. рейх
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ράιχ — το, Ν άκλ. όρος που δόθηκε ως επωνυμία στο Γερμανικό κράτος σε τρεις περιόδους τής ιστορίας του που χαρακτηρίζονται από τάσεις ενοποίησης υπό ενιαία πολιτική εξουσία και οι οποίες είναι: η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τού Γερμανικού Έθνους, το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
άνσλους — (γερμ. αnschluss = ένωση). Όρος που δηλώνει, ειδικότερα, την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία. Την ένωση των δύο χωρών είχαν απαγορεύσει οι νικήτριες δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου πολέμου με τις συνθήκες ειρήνης των Βερσαλιών με τη Γερμανία… … Dictionary of Greek
Χίτλερ, Αδόλφος — (Hitler, Μπράουναου, Αυστρία 1889 – Βερολίνο 1945). Γερμανός πολιτικός. Είναι μια από τις σκοτεινότερες φυσιογνωμίες της νεότερης ιστορίας, που δεν μπορεί όμως να κριθεί ανεξάρτητα από την πνευματική και πολιτική ζωή της Γερμανίας, όπως είχε… … Dictionary of Greek
ίνδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο In. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 49, ατομική μάζα 114,82 και δύο σταθερά ισότοπα. Ανακαλύφθηκε το 1863 από τους Ρίχτερ και Ράιχ σε μείγματα. To ί. λαμβάνεται με ηλεκτρόλυση των… … Dictionary of Greek
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
κονκορδάτο — (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη… … Dictionary of Greek
φροϋδομαρξισμός — ο, Ν (φιλοσ. ψυχολ.) θεωρητικό εγχείρημα συνδυασμού τής φροϋδικής σκέψης και τού μαρξισμού, τού οποίου κυριότεροι εκπρόσωποι ήταν ο Β. Ράιχ και ο Χ. Μαρκούζε … Dictionary of Greek
Άνχαλτ — (Anhalt). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (2.314 τ. χλμ.), πρώην ανεξάρτητο δουκάτο της κεντρικήςΓερμανίας, που περιλάμβανε εδάφη και στις δύο όχθες του ποταμού Έλβα, του ποταμού Ζάαλε και στις βόρειες παρυφές του όρους Χαρτς. Στην περιοχή του Ά.… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βαρέζε, Έντγκαρ — (Edgard Varése, Παρίσι 1885 – Νέα Υόρκη 1966). Γαλλο αμερικανός συνθέτης. Μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1916. Άρχισε τις σπουδές του με μαθηματικά, τελικά όμως αφοσιώθηκε στη μουσική με την καθοδήγηση του Σαρλ Μαρί Βιντόρ. Δημιούργησε στην Ευρώπη… … Dictionary of Greek